βοῦς

βοῦς
βοῡς (βοῦς; βοῶν, βουσίν, βόας)
1 cow, oxμῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν, ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.149 ἄροτρον σκίμ-

ψατο καὶ βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225

βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (sc. Κυράνα) P. 9.23

Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60

]α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ (of Io?) fr. 51f. b 13. “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Boeckh: διαβοῶν codd., valde corrupti; sc. σώματα?) fr. 168. 1. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν sc. Herakles fr. 169. 6. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς fr. 234. 2. met., “μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ i. e. the wife of Aiolos P. 4.142

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βοῦς — bullock masc/fem acc pl (attic) βοῦς bullock masc/fem nom/voc pl βοῦς bullock masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • Βοῦς ἐν αὐλίῳ. — βοῦς ἐν αὐλίῳ. См. Подножный корм …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι. — См. Выжми лимон, да и брось вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βόδι ή Βους — Μικρή ακατοίκητη βραχονησίδα του Αιγαίου, κοντά στη Σέριφο. Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά φαίνεται σαν να έχει σχήμα βοδιού. Έχει διάμετρο 536 μ. και μέγιστο υψόμετρο 131 μ. Στο νησί διαμένουν μόνο εποχιακά κτηνοτρόφοι και ψαράδες. Ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • βοσίν — βοῦς bullock masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουσί — βοῦς bullock masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουσίν — βοῦς bullock masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοῦν — βοῦς bullock masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοός — βοῦς bullock masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόε — βοῦς bullock masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”